- ἐρυθραίνει
- ἐρυθραίνομαιpres ind pass 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερυθραίνω — (AM ἐρυθραίνω Α ποιητ. τ. έρυθαίνω) [ερυθρός] 1. κάνω κάτι κόκκινο 2. είμαι κόκκινος 3. παθ. ερυθραίνομαι κοκκινίζω αρχ. (για καρπό) ωριμάζω («ἡ τέρμινθος... χλοερόν ἐνέγκασα μετά ταῡτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek